Μέχρι πριν λίγα χρόνια, το όνομα της Ελλάδας ήταν συνυφασμένο με την κρίση χρέους, τη διαφθορά και τα επώδυνα μνημόνια. Σήμερα, η εικόνα της χώρας έχει αλλάξει θεαματικά: το αφήγημα της οικονομικής κατάρρευσης έχει αντικατασταθεί από νούμερα-ρεκόρ στον τουρισμό, ανάπτυξη, επενδύσεις και μια οικονομία που επιστρέφει με αξιώσεις στον διεθνή χάρτη.
Με 30% του ΑΕΠ να προέρχεται πλέον από τον τουρισμό, η Ελλάδα – η «Florida της Ευρώπης», όπως τη χαρακτηρίζει ο Christian Kopf (Union Investment) – έχει βασίσει μεγάλο μέρος της ανάκαμψης στα φυσικά της πλεονεκτήματα: ήλιο, παραλίες, νησιά και αυθεντική μεσογειακή εμπειρία.
Παράλληλα, χιλιάδες ξένοι επιλέγουν τη χώρα ως τόπο μόνιμης κατοικίας, αναγνωρίζοντας τη μοναδική ποιότητα ζωής.
Η πορεία από τη σχεδόν χρεοκοπία του 2011 στην οικονομική ανάκαμψη υπήρξε δραματική.
Με σκληρή δημοσιονομική προσαρμογή, δομικές μεταρρυθμίσεις και έξυπνη αξιοποίηση των διεθνών δανείων, το ελληνικό κράτος κατόρθωσε να εξυγιάνει τα δημόσια οικονομικά και να αποκαταστήσει την αξιοπιστία του στις αγορές.
Σημαντικό ρόλο σε αυτή τη στροφή έπαιξε και η προσέλκυση επενδύσεων – με τη Γερμανία να είναι πλέον ο μεγαλύτερος ξένος επενδυτής (20% των συνολικών επενδύσεων), ενώ η Ιταλία ακολουθεί.
Τουρισμός, υποδομές και νέα πεδία ανάπτυξης
Η στρατηγική επιλογή της Ελλάδας να επενδύσει σε υποδομές και να ανοίξει την οικονομία της σε διεθνείς παίκτες έφερε αποτελέσματα.
Παραδείγματα όπως η Boehringer Ingelheim, που μόνη της συνεισφέρει 1% του ΑΕΠ, αναδεικνύουν τη δυναμική των γερμανικών επενδύσεων – συνολικά, οι γερμανικές εταιρείες φθάνουν το 5% του ελληνικού ΑΕΠ.
Παράλληλα, κλάδοι όπως η ενέργεια, η ψηφιακή οικονομία και η υγεία αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερο ειδικό βάρος.
Ιδιαίτερη σημασία έχει ο λιμένας του Πειραιά, ο οποίος εξελίχθηκε σε διαμετακομιστικό κόμβο μεταξύ Ανατολής και Δύσης – με τους Κινέζους (COSCO) να ελέγχουν πλέον το 51%.
Η παραχώρηση του λιμανιού την περίοδο της κρίσης αποτέλεσε απαίτηση των δανειστών, όμως σήμερα γίνεται φανερό ότι η Κίνα αξιοποιεί το Πειραιά ως πύλη για τις εξαγωγές της στη Νότια Ευρώπη.
Χρυσές βίζες, προκλήσεις και το «μάθημα» της Ελλάδας
Οι «χρυσές βίζες», που δίνονται σε μη ευρωπαίους επενδυτές με ελάχιστη επένδυση 400.000–800.000 ευρώ, έχουν φέρει ως τώρα ώς και 3 δισ. ευρώ στη χώρα.
Παρότι το πρόγραμμα προκαλεί κριτική για το κόστος στην αγορά ακινήτων, έχει αναμφίβολα λειτουργήσει ως μοχλός έλξης κεφαλαίων.
Την ίδια ώρα, η Ελλάδα αποτελεί πρότυπο σε τομείς όπου παραδοσιακά υστερούσε. Η ψηφιοποίηση του κράτους, σύμφωνα με τον Marian Wendt (Konrad-Adenauer-Stiftung), συνέβαλε σημαντικά στη μάχη κατά της φοροδιαφυγής, καθώς σχεδόν κάθε συναλλαγή πλέον γίνεται ηλεκτρονικά, καθιστώντας το σύστημα διαφανές και λειτουργικό.
Το γερμανικό μάθημα – Εμπιστοσύνη, τόλμη, πράξη
Το πραγματικό «μάθημα» της ελληνικής ανάκαμψης, όπως σχολιάζει ο Wendt, δεν είναι μόνο τεχνοκρατικό αλλά και νοοτροπίας: οι Έλληνες δείχνουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στον ιδιωτικό τομέα, μεγαλύτερη ευελιξία στην πράξη και όχι εμμονή στις διαδικασίες.
Το «ας ξεκινήσουμε κι ό,τι προκύψει το λύνουμε» διαπερνά την ελληνική κουλτούρα, σε αντίθεση με τη γερμανική, που παραμένει εγκλωβισμένη στη θεωρία και την τελειότητα.
Το αποτέλεσμα είναι ορατό: οι επενδύσεις αυξάνονται, οι τουρίστες ξεπερνούν τα 40 εκατομμύρια ετησίως (δηλαδή τέσσερις φορές τον πληθυσμό της χώρας) και η Ελλάδα δείχνει έτοιμη να αξιοποιήσει τη νέα της δυναμική.