Η αγορά θέρμανσης στη Γερμανία υπέστη το 2024 τη μεγαλύτερη πτώση των τελευταίων ετών. Αυτό προκύπτει από τον Γερμανικό Κτηριακό Απολογισμό 2025 (Dena-Gebäudereport 2025) που δημοσίευσε η Ομοσπονδιακή Ενεργειακή Υπηρεσία (Deutsche Energie-Agentur – Dena).
Σύμφωνα με τα στοιχεία, ο συνολικός αριθμός νέων ή αντικατασταθέντων συστημάτων θέρμανσης μειώθηκε κατά 44% σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Συνολικά εγκαταστάθηκαν περίπου 640.000 συστήματα θέρμανσης σε παλαιότερα κτήρια και 95.000 σε νεόδμητα, δηλαδή 20% λιγότερα σε σχέση με το 2023.
Η Dena κάνει λόγο για σημαντική κάμψη της αγοράς, που αντικατοπτρίζει την αβεβαιότητα των νοικοκυριών απέναντι στη νέα ενεργειακή πολιτική.
Οι εγκαταστάσεις φυσικού αερίου σε ελεύθερη πτώση
Το μεγαλύτερο πλήγμα δέχθηκαν οι θερμάνσεις φυσικού αερίου, των οποίων η ζήτηση μειώθηκε κατά 41% μέσα στο 2024.
Για δεκαετίες, τα συστήματα αυτά κυριαρχούσαν τόσο στα νέα όσο και στα ανακαινισμένα κτήρια. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, η εγκατάσταση συμπύκνωσης φυσικού αερίου (Gas-Brennwert) αυξανόταν θεαματικά, φτάνοντας το 2020 τα 2,4 εκατομμύρια συστήματα, που αποτέλεσαν ιστορικό ρεκόρ.
Ωστόσο, τα δεδομένα αλλάζουν ραγδαία: σήμερα λειτουργούν στη Γερμανία περίπου 20 εκατομμύρια συστήματα πετρελαίου και φυσικού αερίου, μεταξύ αυτών 8,7 εκατομμύρια συστήματα Brennwert και 5,5 εκατομμύρια Heizwert.
Περίπου 16% των υπαρχόντων εγκαταστάσεων έχουν τοποθετηθεί πριν από το 1995, κάτι που σημαίνει ότι είναι άνω των 30 ετών και –σύμφωνα με τη νομοθεσία– πρέπει να αντικατασταθούν τα επόμενα χρόνια.
Αντλίες θερμότητας: επίσης σε πτώση, αλλά με κυριαρχία στα νέα κτήρια
Αν και θεωρούνται το μέλλον της βιώσιμης θέρμανσης, και οι αντλίες θερμότητας κατέγραψαν το 2024 σημαντική μείωση πωλήσεων.
Συνολικά πωλήθηκαν 193.000 μονάδες, δηλαδή 53% λιγότερες στα υφιστάμενα κτήρια και 14% λιγότερες στα νεόδμητα.
Οι ιδιοκτήτες που προχώρησαν σε εγκατάσταση προτίμησαν κυρίως τις αντλίες αέρα-νερού (Luft-Wasser-Wärmepumpen), οι οποίες είναι πιο εύκολες στην τοποθέτηση και φθηνότερες.
Αντίθετα, οι αντλίες γεωθερμίας (Sole-Wasser) σημείωσαν αισθητή κάμψη λόγω κόστους και τεχνικών απαιτήσεων.
Παρά τη μείωση, η Dena υπογραμμίζει ότι η αντλία θερμότητας παραμένει κυρίαρχη στον τομέα των νέων κατοικιών: εγκαταστάθηκε στο 60% των νέων σπιτιών, στο 69% των ολοκληρωμένων έργων και στο 81% των νέων οικοδομικών αδειών.
Πτώση και στα υπόλοιπα είδη θέρμανσης
Η κρίση στον κλάδο δεν περιορίστηκε μόνο στο αέριο και στις αντλίες θερμότητας. Οι θερμάνσεις βιομάζας υποχώρησαν κατά 69%, οι εγκαταστάσεις ηλιακής θερμότητας κατά 56%, ενώ οι πετρελαϊκές παρουσίασαν μείωση 22%.
Η συνολική εικόνα ωστόσο δείχνει ότι, παρά τη φετινή κάμψη, η μεταστροφή προς τις ανανεώσιμες μορφές θέρμανσης συνεχίζεται μακροπρόθεσμα.
Από το 2019, κάθε χρόνο εγκαθίστανται πάνω από 50.000 αντλίες θερμότητας, με το ποσοστό τους να αυξάνεται από 35% σε 60% στις νέες κατοικίες.
Η αγορά σε μεταβατική φάση
Σύμφωνα με τη Dena, ο κλάδος της θέρμανσης βρίσκεται σε βαθύ μετασχηματισμό. Η πτώση των πωλήσεων θεωρείται παροδική αντίδραση στις συζητήσεις για τον νέο νόμο περί θέρμανσης (Heizungsgesetz), τις τιμές ενέργειας και τη γενικότερη αβεβαιότητα των καταναλωτών.
Η υπηρεσία εκτιμά ότι ο μακροπρόθεσμος προσανατολισμός προς τις κλιματικά ουδέτερες λύσεις είναι αμετάκλητος, ακόμη κι αν η αγορά περνά μια δύσκολη φάση προσαρμογής.