Η Γερμανία αντιμετωπίζει πλέον το φάσμα μιας βαθιάς δημογραφικής κρίσης, καθώς τα νέα στοιχεία από τη Στατιστική Υπηρεσία δείχνουν ότι το 2024 γεννήθηκαν μόλις 677.117 παιδιά, με τον δείκτη γονιμότητας να υποχωρεί στα 1,35 παιδιά ανά γυναίκα.
Πρόκειται για τη χαμηλότερη επίδοση εδώ και τρεις δεκαετίες, με τη μείωση να αγγίζει το 2% σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Το ερώτημα που τίθεται αμείλικτο: Γιατί οι γυναίκες στη Γερμανία δεν αποκτούν πλέον παιδιά;
Η απάντηση των ειδικών είναι ξεκάθαρη: Ο παιδικός πόθος παραμένει αμετάβλητος – σχεδόν δύο παιδιά ανά οικογένεια είναι ο διακαής πόθος των περισσότερων, όπως τονίζει ο Prof. Dr. Martin Bujard, διευθυντής έρευνας του Ομοσπονδιακού Ινστιτούτου Δημογραφικής Έρευνας.
Το πρόβλημα, όμως, εντοπίζεται στις συνθήκες που κάνουν τη δημιουργία ή τη διεύρυνση της οικογένειας ολοένα και πιο δύσκολη.
Αβεβαιότητα, πίεση και ανισότητες – Οι πραγματικές αιτίες της πτώσης
«Οι άνθρωποι χρειάζονται αισιοδοξία και σιγουριά για να πάρουν την απόφαση να φέρουν ένα παιδί στον κόσμο», σημειώνει ο Bujard.
Η αβεβαιότητα – είτε πολιτική είτε οικονομική – λειτουργεί αποτρεπτικά για τον οικογενειακό προγραμματισμό, με τα τελευταία χρόνια να έχουν αυξηθεί τα φαινόμενα καθυστερημένης απόφασης για τεκνοποίηση.
Όμως, όσο αναβάλλεται η γέννηση, τόσο μικραίνουν οι πιθανότητες να υπάρξει τελικά τρίτο ή και δεύτερο παιδί.
Η υποστήριξη προς τις οικογένειες παραμένει ανεπαρκής: το κράτος εστιάζει στη χρηματική ενίσχυση, αλλά αυτό από μόνο του δεν φέρνει μωρά.
Όπως εξηγεί ο Bujard, εκείνο που πραγματικά χρειάζεται είναι δομές για τη φύλαξη παιδιών, ολοήμερα σχολεία και επαρκής, προσιτή στέγη για οικογένειες.
Αντίστοιχα παραδείγματα υπάρχουν στη Γαλλία, όπου μια οικογένεια με τρία παιδιά και μεσαίο εισόδημα δεν πληρώνει σχεδόν καθόλου φόρο, γεγονός που ευνοεί τη δημιουργία πολυμελών οικογενειών.
Η μητρότητα στο στόχαστρο του εργασιακού συστήματος – Το βάρος πάντα στις γυναίκες
Ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια παραμένει η εργασιακή πραγματικότητα.
Εκεί που οι γυναίκες τιμωρούνται για την απόφαση να αποκτήσουν (ή να μεγαλώσουν) παιδιά, η γεννητικότητα πέφτει κατακόρυφα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, χώρες με υψηλότερη γυναικεία απασχόληση έχουν και υψηλότερη γεννητικότητα, ακριβώς γιατί η κοινωνία και η οικονομία διευκολύνουν τη συνύπαρξη οικογένειας και καριέρας.
Τα στοιχεία των ερευνών επιβεβαιώνουν την πίεση που νιώθουν οι μητέρες: μία στις τρεις δηλώνει ότι τα επτά πρώτα χρόνια μετά τη γέννηση του παιδιού νιώθει χειρότερα από πριν, λόγω της εξάντλησης μεταξύ δουλειάς, παιδιού και σπιτιού.
Οι πατέρες συχνά εκφράζουν την επιθυμία για περισσότερο χρόνο με την οικογένεια, αλλά σπάνια το καταφέρνουν στην πράξη, με τον Prof. Bujard να επισημαίνει την ανάγκη οι άνδρες να διεκδικήσουν πιο ενεργό ρόλο στη φροντίδα και την οικογενειακή ζωή.
Ποιος χάνει από την αδιαφορία της πολιτείας; Όλοι
Η Julia Neuen, από τις πιο γνωστές φωνές των «γυναικείων λόμπι» στη Γερμανία, τονίζει ότι το πρόβλημα αφορά όχι μόνο τη δημογραφία, αλλά και την οικονομία: «Χρειαζόμαστε τις γυναίκες και ως μητέρες και ως εργατικό δυναμικό. Αν η πολιτεία συνεχίσει να αδιαφορεί για τις ανάγκες των γυναικών, θα χάσουμε και στα δύο μέτωπα».
Η δημογραφική κρίση της Γερμανίας δεν είναι πλέον σενάριο για το μέλλον, αλλά σκληρή πραγματικότητα που απαιτεί τολμηρές λύσεις και κοινωνικές τομές, πολύ πέρα από επιδόματα και προγράμματα-βιτρίνα.