Σάλο προκαλεί στην αυτοκινητοβιομηχανία και στον κλάδο ενοικίασης αυτοκινήτων η πληροφορία ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προωθεί κρυφά αυστηρότερες υποχρεώσεις για τους στόλους ενοικιαστικών και εταιρικών οχημάτων.
Σύμφωνα με αποκλειστικές πληροφορίες από τις Βρυξέλλες, από το 2030 εταιρείες όπως Sixt, Europcar αλλά και όλες οι μεγάλες επιχειρήσεις θα μπορούν να αγοράζουν αποκλειστικά και μόνο ηλεκτρικά αυτοκίνητα για τους στόλους τους – ανεξάρτητα από τη ζήτηση και τις τεχνικές δυνατότητες των υποδομών.
Η πρόταση αυτή, που θα παρουσιαστεί επισήμως ήδη από τα τέλη του καλοκαιριού, αφορά πάνω από το 60% των πωλήσεων καινούριων αυτοκινήτων στην Ευρώπη – το υπόλοιπο κομμάτι της αγοράς ανήκει σε ιδιώτες.
Το μέτρο ουσιαστικά επιταχύνει το de facto τέλος των βενζινοκίνητων και πετρελαιοκίνητων οχημάτων κατά πέντε χρόνια, αφού η πλήρης απαγόρευση πωλήσεων θερμικών κινητήρων για ιδιώτες έχει ήδη τοποθετηθεί (επισήμως) στο 2035, αν και παραμένει ανοιχτό αν θα τηρηθεί.
Οργή, αντιδράσεις και… μπλοκάρισμα από την αγορά
Η είδηση έχει προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων τόσο στην πολιτική σκηνή όσο και στην αγορά.
Ο Γερμανός ευρωβουλευτής Markus Ferber (CSU) ζητά ήδη από την πρόεδρο της Επιτροπής, Ursula von der Leyen, να πάρει πίσω το μέτρο.
Όπως σημειώνει σε επιστολή του, μια τέτοια ρύθμιση είναι αποκομμένη από την πραγματικότητα: τα τελευταία χρόνια οι εταιρείες ενοικίασης έχουν αναγκαστεί να μειώσουν τα ηλεκτρικά οχήματα στους στόλους τους επειδή οι πελάτες αντιμετωπίζουν τεράστια προβλήματα με τη φόρτιση.
Ο επικεφαλής της Sixt, Nico Gabriel, χαρακτηρίζει την πρόταση «εκτός πραγματικότητας».
«Αν περάσει, οι τουρίστες θα σταματήσουν να νοικιάζουν αυτοκίνητα, ενώ οι καταναλωτές δεν θα μπορούν πρακτικά να κάνουν leasing οχήματος», προειδοποιεί.
Η έλλειψη φορτιστών σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι το μεγάλο αγκάθι: οι πάροχοι υποστηρίζουν πως το κόστος για τους καταναλωτές θα αυξηθεί σημαντικά και η ζήτηση θα μειωθεί.
Η Επιτροπή παραδέχεται ότι εξετάζει νέους κανονισμούς αλλά προς το παρόν δεν δημοσιοποιεί λεπτομέρειες.
Για να ισχύσει η ρύθμιση, απαιτείται έγκριση τόσο από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όσο και από το Συμβούλιο της ΕΕ – με τη διαπραγμάτευση να προμηνύεται σκληρή.