Παρά τις θεωρητικές συζητήσεις για ισορροπία επαγγελματικής και προσωπικής ζωής, νέες εργασιακές κουλτούρες και ευέλικτα ωράρια, η πραγματικότητα στη Γερμανία αποκαλύπτει κάτι πολύ διαφορετικό: οι υπερωρίες παραμένουν αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητας για εκατομμύρια εργαζόμενους.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Ομοσπονδιακής Στατιστικής Υπηρεσίας (Statistisches Bundesamt), το 2024 περίπου 4,4 εκατομμύρια άτομα εργάστηκαν συστηματικά περισσότερες ώρες από όσες προβλέπει η σύμβασή τους – δηλαδή σχεδόν ένας στους εννέα εργαζομένους (11%) από το σύνολο των 39,1 εκατομμυρίων απασχολούμενων με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
Η εικόνα διαφέρει ανά φύλο: στους άνδρες το ποσοστό είναι 13%, ενώ στις γυναίκες 10%. Τα στοιχεία προέρχονται από τον Μικροαπογραφικό (Mikrozensus), μια εκτενή στατιστική έρευνα νοικοκυριών, όπου οι ίδιοι οι εργαζόμενοι δηλώνουν τον πραγματικό εβδομαδιαίο χρόνο εργασίας τους.
Ποιοι κλάδοι «χτυπούν κόκκινο» στις υπερωρίες;
Δεν είναι όλα τα επαγγέλματα το ίδιο εκτεθειμένα στη λογική της υπερωριακής απασχόλησης.
Στον χρηματοοικονομικό και ασφαλιστικό τομέα σχεδόν ένας στους έξι εργαζόμενους (17%) αναφέρει ότι δουλεύει συστηματικά παραπάνω.
Αντίστοιχα υψηλό ποσοστό (16%) καταγράφεται και στον τομέα της ενέργειας, ενώ το φαινόμενο είναι αρκετά περιορισμένο στο χώρο της εστίασης (μόλις 6%) ή σε επαγγέλματα καθαρισμού και ασφάλειας (8%).
Η διακύμανση ανά κλάδο φανερώνει ότι το φαινόμενο είναι περισσότερο συστημικό και λιγότερο συγκυριακό ή προσωπικό.
Αξιοσημείωτο είναι το εύρος της υπερωριακής εργασίας: το 73% όσων κάνουν υπερωρίες δουλεύει κάτω από 10 ώρες επιπλέον την εβδομάδα, όμως ένα όχι αμελητέο 15% προσθέτει τουλάχιστον 15 ώρες, δηλαδή σχεδόν δύο ολόκληρες μέρες επιπλέον δουλειάς!
Σχεδόν ο μισός πληθυσμός των «υπερωριών» (45%) αρκείται σε λιγότερες από πέντε ώρες εβδομαδιαία, ένα νούμερο που δεν περνά απαρατήρητο – ούτε από τους ίδιους, ούτε από τους εργοδότες.
Πώς και αν πληρώνονται οι υπερωρίες;
Τα στοιχεία δείχνουν ότι μόλις το 16% των εργαζομένων λαμβάνει χρηματικό αντάλλαγμα για τις υπερωρίες του.
Για το 71% χρησιμοποιείται λογαριασμός ωραρίου (Arbeitszeitkonto), δηλαδή ο επιπλέον χρόνος «πιστώνεται» και εξαργυρώνεται σε ημέρες αδείας.
Ωστόσο, ένας στους πέντε (19%) δηλώνει ότι οι υπερωρίες δεν αποζημιώνονται με κανέναν τρόπο – ούτε χρήματα, ούτε ρεπό.
Στην πράξη, τα σχήματα συχνά συνδυάζονται: ένα μέρος των υπερωριών πληρώνεται, ένα άλλο πιστώνεται στο ωράριο, ενώ πολλές φορές κάποιες ώρες απλώς «χάνονται» για τον εργαζόμενο.
Σημαντική λεπτομέρεια: πολλοί γνωρίζουν τη ρήτρα περί «συμπερίληψης των υπερωριών στο μισθό» που συναντάται συχνά στις συμβάσεις.
Αυτή η πρακτική θεωρείται νόμιμη μόνο αν ορίζεται ρητά ο μέγιστος αριθμός υπερωριών – διαφορετικά ο εργαζόμενος δεν γνωρίζει τι πραγματικά υπογράφει.
Το φαινόμενο, οι συνέπειες και τα ερωτήματα για το μέλλον
Αν και μόνο ένας στους εννέα επισήμως δουλεύει παραπάνω, τα νούμερα δείχνουν πως οι υπερωρίες –είτε αμείβονται είτε όχι– είναι συνυφασμένες με την κουλτούρα της εργασίας σε αρκετούς κλάδους της Γερμανίας.
Οι τεράστιες διακυμάνσεις τόσο ως προς τον αριθμό των υπερωριών όσο και ως προς τη «μεταχείρισή» τους (αμοιβή ή ρεπό) ανοίγουν νέα πεδία συζήτησης, ειδικά εν μέσω συζητήσεων για μείωση ωραρίου, έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού και πιεστικές ανάγκες για ευελιξία.
Το μεγάλο ερώτημα είναι: πού τελειώνει η «λογική» υπερωριακή εργασία και πότε αρχίζει η εκμετάλλευση; Πόσο δίκαιη είναι τελικά η αντιμετώπισή της και τι ρόλο πρέπει να παίξουν οι επιχειρήσεις;
Οι ειδικοί προειδοποιούν: οι υπερβολικές απαιτήσεις οδηγούν σε burnout, απώλεια κινήτρων και συχνά –τελικά– σε παραίτηση ή ασθένεια.
Η αντιμετώπιση απαιτεί σύγχρονες λύσεις: ηλεκτρονική καταγραφή ωραρίου, παροχή κινήτρων, ψυχολογική υποστήριξη, ακόμα και τολμηρές προτάσεις όπως η τετραήμερη εργασία ή «μέρες μηδενικής υποχρέωσης».
Οι επιχειρήσεις που κλείνουν τα μάτια κινδυνεύουν να δουν τη φήμη τους να καταρρέει και την παραγωγικότητα να καταρρέει.
Η εξέλιξη απαιτεί γενναίες αλλαγές – για την υγεία των εργαζομένων, την ανταγωνιστικότητα των εταιρειών και τελικά το μέλλον της ίδιας της αγοράς εργασίας.