Την Κυριακή οι κάτοικοι του Μονάχου καλούνται να απαντήσουν σε ένα ερώτημα που διχάζει τη Βαυαρία: Πρέπει η πόλη να διεκδικήσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2036, 2040 ή 2044;
Η απάντηση δεν είναι μόνο συναισθηματική ή αθλητική, είναι βαθιά οικονομική και πολιτική.
Οι υποστηρικτές: «Επενδύσεις, ανάπτυξη και νέα ώθηση»
Η πρωταθλήτρια του καλλιτεχνικού πατινάζ Ραμόνα Γκριμ, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Αθλητικής Νεολαίας Μονάχου, βλέπει στους Ολυμπιακούς μια ευκαιρία αναγέννησης των αθλητικών υποδομών: «Έχουμε πολλές εγκαταστάσεις που λειτουργούν, αλλά χρειάζονται ανακαίνιση. Το Ολυμπιακό Πάρκο του ’72 παραμένει εμβληματικό, όμως χρειάζεται εκσυγχρονισμό – όχι κατεδάφιση.»
Οι υποστηρικτές της υποψηφιότητας υπογραμμίζουν ότι οι Αγώνες θα μπορούσαν να φέρουν επενδύσεις σε συγκοινωνίες, στέγαση και εργασία.
Το 1972, με αφορμή την Ολυμπιάδα, το Μόναχο απέκτησε U-Bahn, S-Bahn και έναν εντελώς νέο αστικό ιστό. Η ιστορία, λένε, μπορεί να επαναληφθεί.
Ο Σύνδεσμος Ενοικιαστών Μονάχου βλέπει την Ολυμπιακή διοργάνωση ως ευκαιρία για περισσότερη χρηματοδότηση και νέες κατοικίες:
«Με πρόσθετα κονδύλια από κράτος και ομοσπονδία, η πόλη θα μπορούσε να δημιουργήσει περισσότερο προσιτό οικιστικό απόθεμα», αναφέρουν εκπρόσωποι του φορέα.
Από την πλευρά της τοπικής εστίασης, οι προσδοκίες είναι εξίσου υψηλές.
Ο Γκρέγκορ Λέμπκε, εκπρόσωπος των εστιατόρων του κέντρου, υπολογίζει σε αύξηση τζίρου 30–50% κατά τη διάρκεια των Αγώνων: «Οι επισκέπτες θα γεμίσουν τα ξενοδοχεία, θα δειπνούν στα εστιατόρια και θα ψωνίζουν. Μια Ολυμπιάδα σημαίνει οικονομική ζωή παντού.»
Οι αντίπαλοι: «Μη βιώσιμη ανάπτυξη και θολό κόστος»
Οι επικριτές βλέπουν το ζήτημα αλλιώς.
Η Ραμόνα Ρες, ακτιβίστρια του Bund für Umwelt und Naturschutz Deutschland και μέλος του κινήματος NOlympia, προειδοποιεί για τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές συνέπειες:
«Δεν μπορούμε να χτίζουμε τεράστιες μπετονένιες εγκαταστάσεις για μια διοργάνωση δύο εβδομάδων. Αν θέλουμε πραγματική βιωσιμότητα, πρέπει να μάθουμε να ζούμε με λιγότερους πόρους.»
Το προτεινόμενο Ολυμπιακό Χωριό στα ανατολικά του Μονάχου –σε έκταση που ήδη προορίζεται για κατοικίες– αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Οι αντίπαλοι υποστηρίζουν ότι ο σχεδιασμός αυτός θα καθυστερήσει την κατασκευή κατοικιών, αφού τα κτίρια των αθλητών θα χρειαστούν αναπροσαρμογή σε διαμερίσματα μετά τους Αγώνες.
«Οι οικογένειες θα μπορούσαν να μείνουν εκεί πολύ νωρίτερα, αν δεν είχαμε Ολυμπιακό σχέδιο», λέει ο Τόμπιας Ρουφ από την ÖDP/Μünchner Liste.
Ελλιπής σχεδιασμός και αβεβαιότητα
Η Ρες και άλλοι ακτιβιστές μιλούν για ανεπαρκή μελέτη και έλλειψη διαφάνειας.
«Στο Ολυμπιακό Πάρκο σχεδιάζονται νέες εγκαταστάσεις για BMX και skateboard πάνω σε υπάρχοντες αθλητικούς χώρους, χωρίς ξεκάθαρη πρόβλεψη για το μέλλον τους,» σημειώνει.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Αθλητικός Σύλλογος FC Teutonia München, με εκατοντάδες μέλη. Αν και ο Δήμος υποσχέθηκε πως θα παραμείνει στις ίδιες εγκαταστάσεις, τα μέλη φοβούνται ότι θα περιθωριοποιηθούν στο όνομα της «Ολυμπιακής αξιοποίησης».
Το μεγάλο αγκάθι: Το κόστος
Οι αντίπαλοι των Αγώνων υπολογίζουν ότι το συνολικό κόστος θα μπορούσε να φτάσει τα 20 δισ. ευρώ, ποσό που πολλοί θεωρούν μη ρεαλιστικά μεγάλο για τα δημοτικά ταμεία.
Παράλληλα, δεν υπάρχει σαφές πλάνο για το πώς θα μοιραστούν τα έσοδα μεταξύ Δήμου, κρατιδίου, χορηγών και ΔΟΕ.
Η έλλειψη διαφάνειας στο Διεθνές Ολυμπιακό Κομιτάτο (IOC) αποτελεί ένα ακόμα σημείο έντονης δυσπιστίας.
Οι επιστήμονες: Οικονομικά οφέλη ή πολιτική απόφαση;
Ο καθηγητής Ματίας Φίργκο από το Πανεπιστήμιο Εφαρμοσμένων Επιστημών Μονάχου, που συμμετείχε σε μελέτη για τη βιωσιμότητα των Ολυμπιακών Αγώνων, υπογραμμίζει: «Η διοργάνωση των Αγώνων δεν είναι πρωτίστως οικονομική απόφαση, αλλά πολιτική. Τα οικονομικά οφέλη εξαρτώνται από το πώς θα διαχειριστείς τα έργα, όχι από το αν θα γίνουν οι Αγώνες.»
Σύμφωνα με τη μελέτη, οι Ολυμπιακοί μπορούν να φέρουν βραχυπρόθεσμη ώθηση στην τοπική οικονομία, αλλά μακροπρόθεσμα οφέλη μόνο εφόσον οι υποδομές σχεδιαστούν για να εξυπηρετούν και μετά τη διοργάνωση.
Το δίλημμα των κατοίκων του Μονάχου
Από τη μια, η προοπτική ενός νέου κύματος επενδύσεων, ανακαινίσεων και τουρισμού, από την άλλη, ο φόβος για περιβαλλοντική επιβάρυνση, χρέη και χαμένες υποσχέσεις.
Όπως είχε γίνει και το 1972, η ιστορία του Μονάχου γράφεται ξανά — αυτή τη φορά όμως με μια κοινωνία πολύ πιο απαιτητική και ευαισθητοποιημένη.

