Για δεκαετίες η Γερμανία θεωρούνταν μια χώρα όπου ο καθένας, ανεξαρτήτως καταγωγής, μπορούσε να ελπίζει σε μια καλύτερη ζωή από εκείνη των γονιών του.
Το μοντέλο της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς είχε ως κεντρικό πυλώνα την υπόσχεση ότι η επιμονή, η προσπάθεια και η καλή εκπαίδευση αρκούσαν για να ανέβει κανείς τη σκάλα των ευκαιριών.
Ωστόσο, μια νέα μελέτη του ifo-Institut στο Μόναχο φέρνει μια δυσάρεστη διαπίστωση: το μονοπάτι της κοινωνικής ανόδου στη Γερμανία γίνεται χρόνο με τον χρόνο στενότερο.
Η περίπτωση της Van Mai, φοιτήτριας Ανθρωποβιολογίας στο Marburg, συμπυκνώνει το πρόβλημα.
Προέρχεται από πολυμελή οικογένεια με χαμηλό εισόδημα. Ο πατέρας της μετανάστης από το Βιετνάμ τη δεκαετία του ’80, εργαζόμενος σήμερα ως μάγειρας.
Είναι η πρώτη που σπουδάζει στην οικογένειά της, όμως η διαδρομή αυτή συνοδεύτηκε από μόνιμες οικονομικές δυσκολίες και διαρκές άγχος επιβίωσης.
Όπως λέει, γνώριζε ότι το να γίνει ερευνήτρια θα απαιτούσε πολύ περισσότερη προσπάθεια από ό,τι για άλλους συνομηλίκους της – και παρόλα αυτά το τόλμησε.
Η άνιση αφετηρία των παιδιών
Τα δεδομένα που παραθέτει η έρευνα είναι αποκαλυπτικά. Από 100 παιδιά πανεπιστημιακών οικογενειών, τα 79 ξεκινούν σπουδές και σχεδόν οι μισοί ολοκληρώνουν μεταπτυχιακό.
Από 100 παιδιά οικογενειών χωρίς ακαδημαϊκό υπόβαθρο, μόλις 27 εισέρχονται στην ανώτατη εκπαίδευση, ενώ μόνο 11 ολοκληρώνουν μεταπτυχιακές σπουδές.
Όσο η κοινωνική κινητικότητα μειώνεται, τόσο η οικογενειακή καταγωγή λειτουργεί ως αόρατο φρένο.
Το ιστορικό πρότυπο που διαμόρφωσαν ο Alfred Müller-Armack και ο Ludwig Erhard μετά τον πόλεμο – ότι η εργασία και η ατομική προσπάθεια αρκούν για μια καλύτερη ζωή – αποδυναμώνεται σταθερά, όπως επιβεβαιώνει ο οικονομολόγος Andreas Peichl.
Σύμφωνα με τη μελέτη του, η πιθανότητα ένας νέος από φτωχό περιβάλλον να πετύχει σημαντική κοινωνική άνοδο έχει συρρικνωθεί αισθητά.
Η διεθνής σύγκριση και η πτώση της Γερμανίας
Τα αποτελέσματα προέρχονται από το Γερμανικό Κοινωνικοοικονομικό Panel, το οποίο καταγράφει επί δεκαετίες την πορεία νοικοκυριών σε όλη τη χώρα.
Σύμφωνα με τον Peichl, ο δείκτης Rang-Rang – που δείχνει πόσο το εισόδημα των παιδιών εξαρτάται από το εισόδημα των γονιών – αυξήθηκε δραματικά.
Για όσους γεννήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ’70, ο συντελεστής ήταν 0,17, ενώ για τους γεννημένους στα μέσα της δεκαετίας του ’80 έχει σκαρφαλώσει στο 0,34.
Αυτό σημαίνει ότι η επίδραση της καταγωγής στο μελλοντικό εισόδημα διπλασιάστηκε μέσα σε μία γενιά.
Η Γερμανία, που κάποτε βρισκόταν στο ίδιο επίπεδο κοινωνικής κινητικότητας με σκανδιναβικές χώρες, κατατάσσεται πλέον ανάμεσα στα κράτη με τη μικρότερη κινητικότητα – σε επίπεδα αντίστοιχα με τις ΗΠΑ.
Επιπτώσεις για οικονομία, καινοτομία και κοινωνία
Για τον οικονομολόγο, η εξέλιξη αυτή δεν αποτελεί απλώς κοινωνικό ζήτημα, αλλά έχει άμεσες συνέπειες στην ανάπτυξη και την καινοτομία.
Όταν η κοινωνία δεν επιτρέπει σε άτομα με ταλέντο αλλά περιορισμένους πόρους να προχωρήσουν, τότε χάνει δυναμικό.
Η προσπάθεια «αμείβεται» λιγότερο, ενώ οι καταξιωμένες θέσεις τείνουν να ανακυκλώνονται μέσα στις ίδιες κοινωνικές ομάδες.
Το αποτέλεσμα, όπως προειδοποιεί ο Peichl, είναι χαμηλότερη παραγωγικότητα και πιο αργή οικονομική εξέλιξη – με επιπτώσεις που θα φανούν τα επόμενα χρόνια.
Επιπλέον, η μείωση της κοινωνικής κινητικότητας απειλεί και τη σταθερότητα της δημοκρατίας.
Σε κοινωνίες όπου επικρατεί η αίσθηση αδικίας και στασιμότητας, ενισχύονται λαϊκιστικά κόμματα και ακραίες πολιτικές τάσεις.
Η πρόσφατη αμερικανική εμπειρία αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα, τονίζει ο Peichl.
Η σημασία της πρώιμης εκπαίδευσης
Η μελέτη καταλήγει ότι η αντιμετώπιση της ανισότητας πρέπει να ξεκινά πολύ νωρίς, από την προσχολική ηλικία.
Πολλά ευρωπαϊκά κράτη – καθώς και η Αυστραλία – έχουν θεσπίσει υποχρεωτική προ-δημοτική εκπαίδευση από το τέταρτο έτος ζωής, ώστε να εξισώνονται οι αφετηρίες.
Στη Γερμανία, παρά τις προσπάθειες για επέκταση της παιδικής μέριμνας, η έμφαση δίνεται στην επιτήρηση και τη φύλαξη και όχι στην εκπαίδευση, συχνά λόγω έλλειψης προσωπικού.
Αυτό, σύμφωνα με τον Peichl, κρατάει τα παιδιά από οικονομικά αδύναμες οικογένειες σε μειονεκτική θέση ήδη από τα πρώτα χρόνια της ζωής τους.
Η προσωπική αγωνία της Van Mai
Η Van, παρά την ακαδημαϊκή της επιτυχία και την επιμονή με την οποία διεκδίκησε το όνειρό της, δεν νιώθει ασφαλής για το μέλλον της.
Αναρωτιέται αν οι υπαρξιακές της ανησυχίες θα την ακολουθούν και μετά το πτυχίο, αν η προσπάθειά της θα αναγνωριστεί και αν τελικά θα καταφέρει τον κοινωνικό άλμα που επιδιώκει.
Ζητά από την κοινωνία περισσότερη κατανόηση προς εκείνους που είναι οι πρώτοι της οικογένειάς τους που σπουδάζουν.
Από την πολιτεία ζητά πρακτική στήριξη: προσιτή κατοικία για φοιτητές και εκπαιδευόμενους, γρηγορότερες διαδικασίες BAföG και περισσότερες πραγματικές ευκαιρίες για όσους ξεκινούν από χαμηλότερη αφετηρία.

