Παρά την κλιμακούμενη ένταση στην Ευρώπη και την αύξηση των εξοπλιστικών δαπανών λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, μια νέα δημοσκόπηση δείχνει ότι το μεγαλύτερο μέρος της γερμανικής κοινωνίας παραμένει διστακτικό απέναντι στην ιδέα της στρατιωτικής εμπλοκής για την άμυνα της πατρίδας.
Σύμφωνα με έρευνα του ινστιτούτου Forsa για λογαριασμό του Redaktionsnetzwerk Deutschland, μόλις το 16% των ερωτηθέντων δηλώνει πως θα ήταν «σίγουρα» διατεθειμένο να πολεμήσει για τη Γερμανία σε περίπτωση πολέμου ή επίθεσης.
Ένα επιπλέον 22% απαντά πως «μάλλον» θα συμμετείχε στην άμυνα της χώρας, ωστόσο η σαφής πλειοψηφία –59%– απαντά πως «μάλλον όχι» ή «καθόλου» δεν θα έπαιρνε τα όπλα για να υπερασπιστεί τη Γερμανία.
Ειδικά στις γυναίκες το ποσοστό της άρνησης εκτοξεύεται στο 72%, επιβεβαιώνοντας ένα ξεκάθαρο χάσμα ανάμεσα στα δύο φύλα όσον αφορά τη στάση απέναντι στην πολεμική εμπλοκή.
Ανησυχία για το μέλλον, αλλά δισταγμός για συμμετοχή
Παρά τον έντονο προβληματισμό για τη γενικότερη ασφάλεια της χώρας –μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και τις εντάσεις με το ΝΑΤΟ– η ετοιμότητα για προσωπική συμμετοχή σε στρατιωτικές επιχειρήσεις παραμένει εξαιρετικά περιορισμένη.
Μόλις το 27% θεωρεί πιθανό ή και πολύ πιθανό το σενάριο να δεχτεί η Γερμανία στρατιωτική επίθεση εντός της επόμενης πενταετίας.
Αντίθετα, το 59% θεωρεί πιο ρεαλιστικό το ενδεχόμενο η χώρα να κληθεί να βοηθήσει στρατιωτικά κάποιον άλλο σύμμαχο του ΝΑΤΟ που θα βρεθεί υπό επίθεση, βάσει της συμμαχικής υποχρέωσης.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε με δείγμα πάνω από 1.000 πολίτες, αποτυπώνοντας τις κυρίαρχες τάσεις και ανησυχίες στην κοινωνία, αλλά και το προφανές έλλειμμα ετοιμότητας για εθνική κινητοποίηση.
Τι σημαίνει αυτό για τη δημόσια συζήτηση;
Τα αποτελέσματα εγείρουν σοβαρά ερωτήματα για το κατά πόσο η γερμανική κοινωνία –μετά από δεκαετίες ειρήνης και ευημερίας– είναι πραγματικά διατεθειμένη να στηρίξει έμπρακτα τη νέα αμυντική στρατηγική που υιοθετεί η κυβέρνηση, με επενδύσεις-ρεκόρ σε εξοπλισμούς και ρητορική περί ετοιμότητας.
Το κενό ανάμεσα στη θεωρητική ανησυχία και τη διάθεση για προσωπική θυσία παραμένει τεράστιο – και αποτελεί πρόκληση για την πολιτική ηγεσία.