Η δημόσια συζήτηση για τη μετανάστευση στη Γερμανία γίνεται συχνά με συναισθηματικούς όρους, εστιάζοντας στους κινδύνους και όχι στις ευκαιρίες.
Οι περιορισμοί στα σύνορα, η αυστηροποίηση των διαδικασιών ασύλου και ο περιορισμός της οικογενειακής επανένωσης δείχνουν τη διάθεση της πολιτικής να μειώσει τη μεταναστευτική ροή.
Όμως, πίσω από την πολιτική αντιπαράθεση, υπάρχουν και οικονομικές πτυχές που αξίζει να ληφθούν υπόψη – και αυτές αναδεικνύονται σε νέα εμπεριστατωμένη ανάλυση από τον καθηγητή Martin Werding του Πανεπιστημίου Ruhr της Μπόχουμ.
Νέα ανάλυση αποκαλύπτει ότι κάθε μετανάστης ενισχύει το κράτος με 7.100 ευρώ τον χρόνο. Οι αριθμοί αλλάζουν τη συζήτηση
Οι αριθμοί μιλούν: Μετανάστευση σημαίνει οικονομική ενίσχυση
Σύμφωνα με την ανάλυση του Werding, η μετανάστευση, όταν αντιμετωπίζεται με ορθολογικούς και μακροοικονομικούς όρους, μπορεί να αποδειχθεί σωτήρια για τα δημόσια οικονομικά.
Οι μετανάστες είναι κατά κανόνα νεότεροι από τον μέσο όρο του ντόπιου πληθυσμού, δεν επιβαρύνουν αρχικά το σύστημα με συνταξιοδοτικές ή ιατρικές δαπάνες, ενώ εισφέρουν άμεσα μέσω της εργασίας και της φορολογίας τους.
Αξιοσημείωτο είναι ότι το γερμανικό κράτος δεν χρειάστηκε να επενδύσει στη σχολική και πανεπιστημιακή εκπαίδευση αυτών των ανθρώπων, αλλά ωφελείται άμεσα από τη συνεισφορά τους στην αγορά εργασίας.
Όπως υπογραμμίζει ο καθηγητής: «Η μετανάστευση αυξάνει τη βιωσιμότητα του συστήματος – πρέπει επειγόντως να εστιάσουμε στην εργασιακή μετανάστευση».
Μετανάστευση: Λύση στο δημοσιονομικό κενό της χώρας
Ο Werding βασίζει την ανάλυσή του σε δεδομένα της τελευταίας δεκαετίας, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τη μετανάστευση από χώρες της Ε.Ε. όσο και εκείνη μέσω ασύλου ή εργασίας από τρίτες χώρες.
Μία καθαρή ετήσια μετανάστευση 200.000 ατόμων θα μπορούσε, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του, να μειώσει το διαχρονικό χρηματοδοτικό έλλειμμα του γερμανικού κράτους κατά 2,5% του ΑΕΠ.
Με βάση τα δεδομένα του 2024, αυτό μεταφράζεται σε περίπου 104 δισεκατομμύρια ευρώ τον χρόνο.
Σε ατομικό επίπεδο, κάθε μετανάστης ενισχύει τον προϋπολογισμό του κράτους κατά περίπου 7.100 ευρώ ετησίως.
Αυτά τα στοιχεία βασίζονται σε μελέτη που εκπονήθηκε για λογαριασμό του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών, στο πλαίσιο του «Tragfähigkeitsbericht», δηλαδή της έκθεσης βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών.
Η εργασιακή μετανάστευση είναι ακόμη αναιμική
Παρότι η Γερμανία έχει δεχθεί μεγάλους αριθμούς προσφύγων και πολιτών από χώρες της Ε.Ε., η καθαρά εργασιακή μετανάστευση από τρίτες χώρες παραμένει σε χαμηλά επίπεδα.
Ο Werding προειδοποιεί: «Αν συνεχίσουμε να αντιμετωπίζουμε επιθετικά τη μετανάστευση, τότε δεν μπορούμε να περιμένουμε ότι η εργασιακή μετανάστευση θα αναπτυχθεί».
Οι δηλώσεις του ενισχύουν τη θέση ότι ο στρατηγικός σχεδιασμός για την προσέλκυση εργατικού δυναμικού είναι κρίσιμος για το μέλλον της χώρας.
Συμπέρασμα: Η μετανάστευση είναι επένδυση, όχι βάρος
Οι πολιτικές αποφάσεις γύρω από τη μετανάστευση οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη και τα οικονομικά δεδομένα.
Αν και συχνά επικρατεί ο φόβος για το κόστος της κοινωνικής ένταξης, τα στοιχεία δείχνουν ότι η μετανάστευση όχι μόνο δεν είναι δημοσιονομικό βάρος, αλλά μπορεί να εξελιχθεί σε καθοριστικό παράγοντα βιωσιμότητας για το γερμανικό κοινωνικό κράτος.