Ο ρυθμός αύξησης των τιμών στη Γερμανία παρουσίασε απροσδόκητη επιβράδυνση τον Ιούνιο, σύμφωνα με τα προκαταρκτικά στοιχεία της Ομοσπονδιακής Στατιστικής Υπηρεσίας (Destatis).
Ο δείκτης τιμών καταναλωτή σημείωσε άνοδο μόλις 2,0% σε ετήσια βάση, έναντι 2,1% τον Μάιο και τον Απρίλιο.
Οι αναλυτές ανέμεναν αύξηση έως και 2,2%, ωστόσο τα επίσημα στοιχεία διαψεύδουν τις προσδοκίες, ενισχύοντας την εικόνα ότι η Γερμανία απομακρύνεται σταδιακά από τα υψηλά επίπεδα πληθωρισμού των προηγούμενων ετών.
Η σταθεροποίηση του πληθωρισμού αποδίδεται σε σημαντικό βαθμό στη μείωση των τιμών ενέργειας.
Το κόστος για φυσικό αέριο, καύσιμα, ηλεκτρικό ρεύμα και λοιπά ενεργειακά προϊόντα υποχώρησε κατά 3,5% σε σχέση με τον Ιούνιο του 2024.
Το ποσοστό της πτώσης είναι μικρότερο από τους προηγούμενους μήνες (4,6% τον Μάιο, 5,4% τον Απρίλιο), ωστόσο παραμένει καταλυτικός παράγοντας στη διαμόρφωση του συνολικού δείκτη τιμών.
Παρά τις διεθνείς εντάσεις, όπως ο πόλεμος μεταξύ Ισραήλ και Ιράν που είχε ανεβάσει τις τιμές του πετρελαίου, η αγορά παρέμεινε σταθερή χωρίς σοβαρές επιπτώσεις.
Την ίδια ώρα, τα τρόφιμα συνεχίζουν να γίνονται ακριβότερα, αλλά με σαφώς χαμηλότερους ρυθμούς σε σχέση με το προηγούμενο διάστημα.
Η ετήσια αύξηση τιμών στα τρόφιμα ανήλθε σε 2%, επιστρέφοντας για πρώτη φορά μετά από μήνες στον μέσο όρο. Τον Μάιο και τον Απρίλιο, η αύξηση είχε φτάσει το 2,8%.
Πρωταγωνιστικό ρόλο στη διατήρηση της πληθωριστικής πίεσης εξακολουθούν να διαδραματίζουν οι υπηρεσίες – από ασφαλιστικά προϊόντα έως ταξίδια και επισκευές αυτοκινήτων.
Ο συγκεκριμένος τομέας κατέγραψε αύξηση 3,3% τον Ιούνιο, ελαφρώς χαμηλότερη από το 3,4% του προηγούμενου μήνα, κυρίως λόγω των μισθολογικών αυξήσεων.
Η λεγόμενη «πυρηνική» (core) πληθωριστική τάση –δηλαδή ο δείκτης χωρίς τα ευμετάβλητα τρόφιμα και ενέργεια– περιορίστηκε στο 2,7% από 2,8% τον Μάιο.
Παρά τη συγκράτηση, ο επικεφαλής οικονομολόγος της Commerzbank, Jörg Krämer, εκτιμά πως εξακολουθούν να υφίστανται σημαντικοί πληθωριστικοί κίνδυνοι: «Χωρίς τα ευμετάβλητα τρόφιμα και την ενέργεια, η μείωση του πληθωρισμού είναι σχεδόν αμελητέα και ο δείκτης εξακολουθεί να υπερβαίνει τον στόχο της ΕΚΤ».
Παράγοντες που επηρεάζουν την εξέλιξη του πληθωρισμού
Αν και η αύξηση των τιμών φαίνεται να υποχωρεί, οι καταναλωτές στη Γερμανία εξακολουθούν να αισθάνονται έντονη πίεση στο ταμείο.
Προϊόντα όπως το βούτυρο, η σοκολάτα, τα φρούτα και τα λαχανικά έχουν ακριβύνει περισσότερο από το μέσο όρο, επηρεάζοντας την καθημερινότητα των νοικοκυριών.
Ο επικεφαλής οικονομολόγος της Hamburg Commercial Bank, Cyrus de la Rubia, επισημαίνει ότι «οι εποχές της υπερβολικής πληθωριστικής πίεσης φαίνεται πως, προς το παρόν, έχουν παρέλθει».
Σύμφωνα με τον ίδιο, η σταθεροποίηση οφείλεται τόσο στην ενίσχυση του ευρώ, που οδηγεί σε χαμηλότερες τιμές εισαγωγών, όσο και στη μείωση της ζήτησης λόγω αδύναμης κατανάλωσης, αλλά και στην αύξηση της διαθεσιμότητας αγαθών από την Ασία.
Ωστόσο, ο αγώνας κατά του πληθωρισμού δεν έχει τελειώσει. Μακροπρόθεσμα, δομικοί παράγοντες όπως η δημογραφική γήρανση, η κλιματική αλλαγή και η αποσύνδεση των παγκόσμιων αγορών εξακολουθούν να δημιουργούν ανοδικές πιέσεις.
Σημαντικό ρόλο θα παίξουν και τα νέα οικονομικά προγράμματα της γερμανικής κυβέρνησης – επενδύσεις σε άμυνα και υποδομές που θα μπορούσαν να τονώσουν τη ζήτηση και να αυξήσουν τις τιμές.
Την ίδια στιγμή, η ανατίμηση του ευρώ έναντι του δολαρίου λειτουργεί ως «φρένο» στις αυξήσεις, καθώς κάνει φθηνότερες τις εισαγωγές.
Σταθερότητα στο στόχο της ΕΚΤ, αλλά αβεβαιότητα λόγω δασμών
Το ποσοστό πληθωρισμού της Γερμανίας, υπολογισμένο με τα ευρωπαϊκά πρότυπα (HICP), διαμορφώθηκε επίσης στο 2% – ακριβώς όσο ο στόχος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Αυτό έδωσε τη δυνατότητα στην ΕΚΤ να μειώσει επτά φορές στη σειρά τα βασικά επιτόκια, καθώς η πίεση στις τιμές περιορίζεται.
Η Bundesbank εκτιμά ότι το ποσοστό πληθωρισμού θα κυμανθεί γύρω από το 2% τους επόμενους μήνες.
Ωστόσο, το μέλλον παραμένει αβέβαιο, κυρίως λόγω της δασμολογικής πολιτικής των ΗΠΑ υπό τον Donald Trump.
Αν επιβληθούν νέοι δασμοί στα ευρωπαϊκά βιομηχανικά προϊόντα, οι τιμές μπορεί να αυξηθούν περαιτέρω, καθώς το επιπλέον κόστος θα μετακυλίεται στους καταναλωτές.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση συνεχίζει τις διαπραγματεύσεις με την Ουάσιγκτον, προσπαθώντας να αποτρέψει έναν εμπορικό πόλεμο.