Η φορολογική επιβάρυνση στη Γερμανία βρίσκεται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, πλήττοντας ιδιαίτερα τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα και δημιουργώντας αυξανόμενη κοινωνική δυσαρέσκεια.
Παρά τις δεσμεύσεις της κυβέρνησης για μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, το ποσοστό που καταβάλλεται από μισθωτούς για φόρους και κοινωνικές εισφορές έχει ήδη ξεπεράσει το 40% των συνολικών αποδοχών και, σύμφωνα με τον γνωστό οικονομολόγο Martin Werding, ενδέχεται να φτάσει το 45% έως το τέλος της τρέχουσας νομοθετικής περιόδου.
Συνολικά, ο μέσος εργαζόμενος στη Γερμανία χάνει σχεδόν το μισό του ακαθάριστου μισθού του – το 47,9% κατά μέσο όρο – μέσω φόρων, ασφαλιστικών εισφορών (σύνταξη, υγεία, περίθαλψη, ανεργία) και λοιπών κρατήσεων.
Οι χαμηλόμισθοι χωρίς ουσιαστική φορολογική ελάφρυνση
Ιδιαίτερα προβληματική είναι η κατάσταση για όσους έχουν χαμηλό ή μέσο εισόδημα.
Σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση των BuchhaltungsButler και DataPulse, οι άτεκνοι εργαζόμενοι που λαμβάνουν έως και το 50% του μέσου μικτού μισθού (52.159 ευρώ ετησίως), μετά τις κρατήσεις διατηρούν μόλις το 59% του εισοδήματός τους.
Οι μέσοι μισθωτοί κρατούν τελικά το 52% του μισθού τους καθαρό, ποσοστό σχεδόν ίσο με εκείνο εργαζομένων με διπλάσιες αποδοχές.
Αυτό το φαινόμενο, όπου η φορολογική επιβάρυνση παραμένει υψηλή ανεξαρτήτως εισοδήματος, καθιστά τη Γερμανία μία από τις λιγότερο δίκαιες ευρωπαϊκές χώρες ως προς την κατανομή της φορολογίας.
Μόνο η Ουγγαρία και η Σλοβενία εμφανίζουν χειρότερες επιδόσεις στη στήριξη των χαμηλόμισθων.
Σε αντίθεση, σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες οι φορολογικές πολιτικές είναι πιο αναλογικές: οι υψηλόμισθοι πληρώνουν σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό των εισοδημάτων τους και οι οικονομικά ασθενέστεροι λαμβάνουν ουσιαστικές ελαφρύνσεις, διατηρώντας περισσότερο καθαρό εισόδημα.
Η πίεση αυτή δεν περιορίζεται μόνο στα οικονομικά – αντανακλάται και στο χαμηλό επίπεδο γενικής ικανοποίησης των Γερμανών πολιτών, που βλέπουν τις υποσχέσεις για φορολογική δικαιοσύνη να μην υλοποιούνται.