Η Deutsche Bank ανακοίνωσε κέρδη-ρεκόρ για το πρώτο τρίμηνο του 2025, αγγίζοντας τα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 14 ετών.
Συγκεκριμένα, τα καθαρά κέρδη μετά φόρων ανήλθαν στα 1,78 δισεκατομμύρια ευρώ, υπερβαίνοντας τις προσδοκίες των αναλυτών, οι οποίοι ανέμεναν 1,64 δισ. ευρώ.
Ο προ φόρων απολογισμός διαμορφώθηκε στα 2,8 δισ. ευρώ – 39% πάνω σε σύγκριση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα.
Ο διευθύνων σύμβουλος της τράπεζας, Christian Sewing, χαρακτήρισε την επίδοση αποτέλεσμα συνδυασμού αυξημένων εσόδων και μειωμένων δαπανών.
Όπως τόνισε, η τράπεζα βρίσκεται σε πορεία επίτευξης όλων των στόχων της για το 2025. Παρότι το πρώτο τρίμηνο είναι παραδοσιακά το πιο αποδοτικό για τις τράπεζες, η υπέρβαση των προβλέψεων κρίνεται ιδιαίτερα ενθαρρυντική.
Οι επενδυτές αντέδρασαν θετικά, με τη μετοχή της Deutsche Bank να ενισχύεται έως και 4% κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης.
Σταθερός έλεγχος κόστους και στόχοι για το 2025
Η Deutsche Bank στοχεύει μέχρι το 2025 να επιτύχει απόδοση άνω του 10% και να διπλασιάσει τα συνολικά της κέρδη, αγγίζοντας τα 32 δισ. ευρώ.
Το λειτουργικό κόστος παραμένει υπό έλεγχο, με τις συνολικές δαπάνες του πρώτου τριμήνου να μειώνονται κατά 2%, στα 5,2 δισ. ευρώ.
Ως αποτέλεσμα, το κόστος ανά κερδισμένο ευρώ διαμορφώθηκε στα 61,2 λεπτά, από 68 λεπτά που ήταν την προηγούμενη χρονιά.
Η τράπεζα είχε προηγουμένως αναθεωρήσει προς τα κάτω τον στόχο για το κόστος σε σχέση με τα έσοδα: αντί για 62,5%, επιδιώκει τώρα να διατηρηθεί κάτω από το 65%. Ο συγκεκριμένος δείκτης θεωρείται κρίσιμος για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα.
Παράλληλα, η τράπεζα συνεχίζει το πρόγραμμα εξορθολογισμού της, μειώνοντας κατά 2000 τις θέσεις εργασίας και περιορίζοντας περαιτέρω το δίκτυο των καταστημάτων της. Το 2024, είχαν ήδη κλείσει 125 υποκαταστήματα.
Μέχρι τα τέλη Μαρτίου 2025, οι εργαζόμενοι πλήρους απασχόλησης αριθμούσαν 89.687 – μειωμένοι κατά 636 άτομα σε σύγκριση με την προηγούμενη χρονιά.
Η καθαρή απόδοση επί του μέσου ενσώματου ιδίου κεφαλαίου διαμορφώθηκε στο 11,9%, στοιχείο που θεωρείται θεμελιώδης δείκτης υγείας για τον τραπεζικό τομέα.
Επιδόσεις ανά τομέα: Η επενδυτική τράπεζα πρωταγωνιστεί
Η επενδυτική δραστηριότητα της Deutsche Bank αποδείχθηκε και πάλι καθοριστικός παράγοντας. Η προ φόρων κερδοφορία της συγκεκριμένης μονάδας αυξήθηκε κατά 22% φθάνοντας το 1,5 δισ. ευρώ.
Ο τομέας των σταθερών αποδόσεων και νομισμάτων (FIC) εμφάνισε ισχυρή ανάπτυξη, λόγω της αυξημένης ζήτησης τόσο για προϊόντα επιτοκίων όσο και για νομίσματα.
Η διαχείριση περιουσίας, μέσω της θυγατρικής DWS, είχε επίσης αξιοσημείωτη άνοδο. Τα κέρδη πριν από φόρους αυξήθηκαν κατά 67%, στα 204 εκατομμύρια ευρώ, κυρίως χάρη στη συνολική αύξηση του διαχειριζόμενου ενεργητικού, τόσο σε ενεργά όσο και σε παθητικά επενδυτικά προϊόντα.
Εντυπωσιακή ήταν και η επίδοση της τραπεζικής λιανικής, με αύξηση 43% στον προ φόρων κερδοφόρο ισολογισμό της, ο οποίος ανήλθε στα 490 εκατ. ευρώ.
Τα καθαρά έσοδα από τόκους αυξήθηκαν κατά 2%, στα 1,5 δισ. ευρώ, ενώ τα έσοδα από προμήθειες παρουσίασαν άνοδο 5%, στα 832 εκατ. ευρώ.
Συνολικά, τα έσοδα του Ομίλου αυξήθηκαν κατά 10%, φθάνοντας τα 8,5 δισ. ευρώ σε σύγκριση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο.
Προβλέψεις και προκλήσεις ενόψει αβεβαιότητας
Παρά τις εντυπωσιακές επιδόσεις, η διοίκηση της Deutsche Bank παραμένει επιφυλακτική λόγω των γεωπολιτικών εντάσεων και της αυξημένης αβεβαιότητας στην παγκόσμια οικονομία.
Ο Christian Sewing προειδοποίησε για ενδεχόμενες νέες αναταράξεις στις αγορές, δηλώνοντας πως «ο κίνδυνος ενός παγκόσμιου εμπορικού πολέμου εξακολουθεί να πλανάται».
Στο πλαίσιο αυτό, η τράπεζα αύξησε την πρόβλεψη για ενδεχόμενους κινδύνους κατά το πρώτο τρίμηνο στα 471 εκατομμύρια ευρώ – υψηλότερα από τα 405 εκατ. που ανέμεναν οι αναλυτές.
Οι κύριοι λόγοι αφορούν τη γεωπολιτική αβεβαιότητα και τις αστάθειες στην οικονομική προοπτική των ΗΠΑ.
Ο οικονομικός διευθυντής James von Moltke επεσήμανε ότι στην αρχή του δευτέρου τριμήνου σημειώθηκε προσωρινή κάμψη στα έσοδα από το trading, η οποία όμως αντισταθμίστηκε από μεταγενέστερη αύξηση.
Ωστόσο, η δραστηριότητα στον τομέα των εξαγορών, των IPO και των εκδόσεων ομολόγων παρέμεινε αδύναμη.
Σύμφωνα με τον ίδιο, σε αντίθεση με άλλες περιοχές, η ευρωπαϊκή αγορά προσφέρει ευκαιρίες: «Η κατάσταση μπορεί να μας επιτρέψει να λειτουργήσουμε ως ακόμα πιο σημαντικός διαμεσολαβητής για τους πελάτες μας, καθώς μετατοπίζουν τις επενδύσεις τους προς την Ευρώπη».