Για δεκαετίες, η Γερμανία αποτελούσε διεθνές σύμβολο πειθαρχίας και αξιοπιστίας – «πούντλιχ!» έλεγαν οι ξένοι όταν αναφέρονταν στην ακρίβεια και την αποτελεσματικότητα των Γερμανών, με τη Deutsche Bahn να αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Όλα αυτά ανήκουν πια στο παρελθόν: πλέον, ακόμη και μεγάλες αμερικανικές εφημερίδες, όπως η Washington Post, ασκούν σκληρή κριτική στους γερμανικούς σιδηροδρόμους, μιλώντας για μια «ταυτότητα σε κρίση».
Ανελέητη κριτική από το εξωτερικό – η Washington Post χτυπά «καμπανάκι»
Σε πρόσφατο άρθρο της, η Washington Post περιγράφει σκηνές χάους: αμέτρητες καθυστερήσεις, ακυρώσεις δρομολογίων, επιβάτες που περιμένουν με το βλέμμα χαμένο σε σταθμούς ή στοιβάζονται σε υπερπλήρεις συρμούς.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, μόνο 56% των τρένων φτάνουν στην ώρα τους – και αυτό υπολογίζοντας ως «εντός χρόνου» ακόμη και τις καθυστερήσεις μέχρι έξι λεπτά!
Στην ίδια ανάλυση, αναφέρεται ότι ακόμη και η Ελβετία δεν επιτρέπει πλέον σε καθυστερημένους γερμανικούς συρμούς να διασχίσουν τα σύνορα.
Εγχώριες αντιδράσεις – τι λένε οι ειδικοί και οι φορείς
Ο Detlef Neuß, επικεφαλής του γερμανικού συλλόγου επιβατών Pro Bahn, παραδέχεται δημόσια την «ντροπιαστική» κατάσταση: «Παλιά, η φράση “πούντλιχ” ήταν διεθνές πρότυπο – πλέον, η Deutsche Bahn έχει γίνει ανέκδοτο».
Ο Neuß καλεί τους επιβάτες να υπολογίζουν τουλάχιστον μία ώρα «μαξιλαράκι» σε κάθε διαδρομή.
Ο ίδιος τονίζει ότι το πρόβλημα είναι αποτέλεσμα χρόνιας υποχρηματοδότησης και έλλειψης εκσυγχρονισμού. «Αποτύχαμε να επενδύσουμε σε ψηφιακή τεχνολογία και καταργήσαμε γραμμές – τώρα το πληρώνουμε», σημειώνει.
Καθημερινό χάος και κανένα φως στο τούνελ
Η κατάσταση γίνεται ακόμα πιο δύσκολη με έργα που κρατούν για χρόνια: το δρομολόγιο Αμβούργο–Βερολίνο έχει διακοπεί ως το 2026 λόγω εργασιών, ενώ αλλεπάλληλα περιστατικά βλαβών, όπως το πολύωρο «εγκλωβισμένο» ICE σε αυστριακό τούνελ, φέρνουν στα όριά τους χιλιάδες επιβάτες.
Η ίδια η διοίκηση της Deutsche Bahn δηλώνει ότι χρειάζονται τουλάχιστον δέκα χρόνια για να επιστρέψει η εταιρεία σε ένα ανεκτό επίπεδο αξιοπιστίας.
Και το χαμένο «γερμανικό brand»; Αυτό, όπως παραδέχεται ο Neuß, θα αργήσει ακόμη περισσότερο να αποκατασταθεί.