Η εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF) ρυθμίζεται από τη γερμανική νομοθεσία ήδη από το 1990. Το Γερμανικό Μητρώο Εξωσωματικής Γονιμοποίησης με έδρα το Ντίσελντορφ έδωσε στη δημοσιότητα νέα στοιχεία για το πόσο διαδεδομένη έχει γίνει η μέθοδος.
Στοιχεία 2025 από το Γερμανικό Μητρώο Εξωσωματικής Γονιμοποίησης
Από το 1997 έως σήμερα, περίπου 434.000 παιδιά έχουν γεννηθεί στη Γερμανία με τη βοήθεια της εξωσωματικής γονιμοποίησης.
Ο αριθμός αυτός σημαίνει ότι ο πληθυσμός των παιδιών που έχουν γεννηθεί μέσω IVF είναι μεγαλύτερος από τον σημερινό πληθυσμό πόλεων όπως το Μπόχουμ ή το Βούπερταλ.
Σήμερα, σε μια μέση σχολική τάξη στη Γερμανία, ένα έως δύο παιδιά έχουν γεννηθεί με εξωσωματική γονιμοποίηση.
Ιστορικά, οι γιατροί μετέφεραν περισσότερα από ένα έμβρυα στη μήτρα, ώστε να αυξηθούν οι πιθανότητες εγκυμοσύνης.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι γονείς που κατέφευγαν στην IVF να έχουν συχνότερα δίδυμες κυήσεις.
Σύμφωνα με το μητρώο, το ποσοστό των πολλαπλών γεννήσεων από IVF έπεσε για πρώτη φορά κάτω από το 10%.
Σήμερα, οι γιατροί μεταφέρουν συχνά μόνο ένα έμβρυο, καθώς αυτό θεωρείται ασφαλέστερο τόσο για τον γονέα όσο και για το παιδί.
Το 2017, το 22% των γεννήσεων μέσω IVF αφορούσε πολλαπλές κυήσεις, ενώ το ποσοστό αυτό μειώθηκε στο 9,3% το 2023.
Η δημοτικότητα της IVF και της ICSI συνεχίζει να αυξάνεται
Το μητρώο δείχνει επίσης ότι τόσο η εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF) όσο και η ενδοκυτταροπλασματική έγχυση σπερματοζωαρίου (ICSI) γίνονται ολοένα και πιο συχνές στη Γερμανία.
Το 2018 πραγματοποιήθηκαν 1.129 θεραπείες IVF και ICSI, ενώ το 2023 ο αριθμός αυξήθηκε στις 3.177, σημειώνοντας αύξηση άνω του 50%.
Ένας λόγος για αυτή την εξέλιξη φαίνεται να είναι ότι οι γυναίκες στη Γερμανία αποφασίζουν να αποκτήσουν παιδιά σε μεγαλύτερη ηλικία.
Σύμφωνα με έκθεση του ΟΟΣΑ (OECD) το 2024, το 2000 η μέση ηλικία των γυναικών κατά τη γέννηση του πρώτου παιδιού ήταν 28,8 έτη, ενώ το 2022 ανέβηκε στα 31,4 έτη. Σε επίπεδο ΟΟΣΑ, η μέση ηλικία για το πρώτο παιδί είναι πλέον 30,9 έτη.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, η ποιότητα του σπέρματος παρουσιάζει πτώση. Μελέτες αποδίδουν το φαινόμενο σε διάφορους παράγοντες, όπως οι λεγόμενες «παντοτινές χημικές ουσίες» που βρίσκονται σε πλαστικά, φάρμακα, τρόφιμα και τον αέρα, αλλά και σε κακή διατροφή, αυξημένο στρες και ολοένα πιο καθιστικό τρόπο ζωής.

