Η ποιότητα των σχολείων στη Γερμανία παρουσιάζει σταθερή πτώση, σύμφωνα με τα πρώτα στοιχεία του εκπαιδευτικού δείκτη “Bildungsmonitor” που εκπονεί το Ινστιτούτο της Γερμανικής Οικονομίας (IW).
Τα στοιχεία αυτά, τα οποία αποκαλύφθηκαν στο ARD-Hauptstadtstudio, δείχνουν ότι το γενικό επίπεδο επίδοσης των μαθητών έχει επιδεινωθεί.
Ιδιαίτερα σοβαρά είναι τα προβλήματα στην ένταξη των παιδιών από οικογένειες προσφύγων, αλλά και στην αντιμετώπιση των κενών που δημιούργησε η πανδημία.
Ο επικεφαλής της έρευνας, Axel Plünnecke, τόνισε ότι τα σχολεία δεν κατάφεραν να διαχειριστούν επαρκώς τις μεγάλες προκλήσεις της τελευταίας δεκαετίας.
Όπως εξήγησε, η μαζική άφιξη παιδιών προσφύγων, τα κενά μάθησης λόγω της τηλεκπαίδευσης, τα προβλήματα συγκέντρωσης που συνδέονται με την υπερβολική χρήση των smartphones και η έλλειψη κινήτρων έχουν οδηγήσει σε γενικευμένη πτώση των μαθησιακών επιδόσεων.
Σύμφωνα με τον Plünnecke, η κατάσταση πλήττει περισσότερο τα παιδιά από οικογένειες με χαμηλό μορφωτικό υπόβαθρο, τα οποία κινδυνεύουν να μείνουν μόνιμα πίσω.
Οι αριθμοί της έρευνας
Όπως επισημαίνει και η Welt am Sonntag, η γενική βαθμολογία σε σχέση με πέρυσι κατέγραψε μικρή μείωση, ωστόσο σε βάθος χρόνου η εικόνα είναι ανησυχητική. Σε σχέση με τον πρώτο δείκτη του 2013 (που είχε οριστεί στη βάση 100 μονάδων), η πτώση είναι θεαματική:
- Στην ενσωμάτωση και τις ίσες εκπαιδευτικές ευκαιρίες: –43,7 μονάδες
- Στην ποιότητα σχολικής εκπαίδευσης: –28,2 μονάδες
- Στην καταπολέμηση της εκπαιδευτικής φτώχειας: –26 μονάδες
Ο Plünnecke χαρακτήρισε το 2015 ως «ορόσημο». Μέχρι τότε το εκπαιδευτικό σύστημα βελτιωνόταν, ενώ από την κορύφωση της προσφυγικής κρίσης και μετά η πορεία είναι καθοδική.
Τα υπουργεία Παιδείας, σημείωσε, υπολόγισαν μικρότερο αριθμό μαθητών απ’ όσους τελικά εγγράφηκαν, γεγονός που οδήγησε σε υπερφόρτωση των σχολείων.
Η θέση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης
Η ομοσπονδιακή υπουργός Παιδείας Karin Prien (CDU) υπενθύμισε ότι στο κυβερνητικό πρόγραμμα υπάρχει πρόβλεψη για υποχρεωτική αξιολόγηση γλωσσικών και αναπτυξιακών δεξιοτήτων στα παιδιά τεσσάρων ετών.
Στόχος, σύμφωνα με την υπουργό, είναι να εντοπίζονται εγκαίρως οι ανάγκες υποστήριξης.
«Οι γονείς έχουν καθοριστικό ρόλο», είπε χαρακτηριστικά, τονίζοντας ότι στόχος είναι η δημιουργία ευκαιριών και όχι η τιμωρία.
Ωστόσο, υπογράμμισε ότι αν η στήριξη σε παιδιά που χρειάζονται βοήθεια απουσιάσει μακροπρόθεσμα, τότε η κοινωνία πρέπει να αναζητήσει συλλογικές λύσεις.
Η ανάγκη για νέες παρεμβάσεις
Ο επικεφαλής της μελέτης προτείνει την επέκταση του προγράμματος Startchancen, που στοχεύει σε σχολεία με υψηλό ποσοστό κοινωνικά μειονεκτούντων μαθητών.
Παράλληλα, συνιστά περισσότερη γλωσσική υποστήριξη ήδη από τα νηπιαγωγεία, καθώς και δράσεις για την ενίσχυση της ψηφιακής παιδείας των παιδιών.
Ο ετήσιος δείκτης Bildungsmonitor εκπονείται για λογαριασμό της πρωτοβουλίας Neue Soziale Marktwirtschaft (INSM), θυγατρικής του IW, που χρηματοδοτείται από εργοδοτικούς συνδέσμους της μεταλλουργικής και ηλεκτροβιομηχανίας.
Η ίδια η INSM αυτοπροσδιορίζεται ως think tank και οργανισμός καμπανιών πολιτικής επιρροής. Τα πλήρη αποτελέσματα της μελέτης θα παρουσιαστούν επίσημα σε δύο εβδομάδες.