Η Γερμανία καταγράφει τον μικρότερο αριθμό πρατηρίων καυσίμων των τελευταίων δεκαετιών. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία για το 2024, στη χώρα λειτουργούν 14.377 βενζινάδικα, δηλαδή 75 λιγότερα από το προηγούμενο έτος.
Αν και η μείωση αυτή δεν είναι εκρηκτική, η τάση παραμένει καθοδική και σταθερή.
Για να καταλάβουμε το μέγεθος της πτώσης, αξίζει να θυμηθούμε ότι τη δεκαετία του 1970 υπήρχαν στη Γερμανία πάνω από 46.000 πρατήρια, ενώ στα μέσα της δεκαετίας του ’80 ο αριθμός είχε πέσει κάτω από τις 20.000. Από τότε, η συρρίκνωση συνεχίζεται σταθερά.
Η ύπαιθρος χάνει την πρόσβαση – Στο ρεζερβουάρ με… σχεδιασμό
Η εξέλιξη αυτή πλήττει ιδιαίτερα τις αγροτικές και αραιοκατοικημένες περιοχές, όπου το κοντινότερο πρατήριο μπορεί να απέχει αρκετά χιλιόμετρα.
Αυτό που κάποτε ήταν μια καθημερινή συνήθεια, σήμερα εξελίσσεται σε λογιστική πρόκληση για πολλούς οδηγούς. Η βενζίνη δεν γεμίζεται πλέον… στο πόδι.
Η μικρή κερδοφορία, τα αυξανόμενα λειτουργικά κόστη και η πίεση από τα μεγάλα δίκτυα οδηγούν τους ανεξάρτητους ιδιοκτήτες πρατηρίων σε κλείσιμο.
Όσα σημεία απομένουν, ανήκουν κυρίως σε μεγάλες αλυσίδες, που συνδυάζουν αντλίες καυσίμων με πλυντήρια αυτοκινήτων, καφετέριες και mini-market.
Το καύσιμο δεν φέρνει πια τα κέρδη – Ο καφές τα φέρνει
Καθώς το περιθώριο κέρδους από την πώληση βενζίνης και ντίζελ είναι εξαιρετικά μικρό, η προσοχή στρέφεται στο εσωτερικό του καταστήματος.
Εκεί όπου τα ράφια είναι γεμάτα καφέδες, σνακ, σαλάτες, φρέσκα φρούτα και delicatessen προϊόντα.
Το παλιό μοντέλο του φτηνού λουκάνικου έχει πλέον αντικατασταθεί από Latte Macchiato και bagel με σολομό.
Όλα αυτά με την ελπίδα ότι ο πελάτης θα κάνει ένα σύντομο διάλειμμα, όσο φορτίζει το ηλεκτρικό του αυτοκίνητο, και θα αφήσει μερικά ευρώ στο ταμείο.
Η στρατηγική αυτή, αν και έξυπνη, δεν αποδίδει σε όλες τις περιπτώσεις.
Λιγότεροι από τους μισούς πελάτες κάνουν αγορές κατά τη διάρκεια του ανεφοδιασμού – και ακόμα και τότε, συνήθως μόνο σε περιπτώσεις ανάγκης, εξαιτίας των υψηλών τιμών.
Ο ανεφοδιασμός δεν αφήνει κέρδος – Γιατί όμως είναι τόσο ακριβός;
Το μεγαλύτερο ποσοστό της τιμής του καυσίμου καταλήγει στο κράτος και στους προμηθευτές.
Οι φόροι, οι χρεώσεις διύλισης, οι μεταφορές και το ενοίκιο αφήνουν στον ιδιοκτήτη πρατηρίου μόλις λίγα λεπτά του ευρώ ανά λίτρο – ποσό ανεπαρκές για να καλύψει προσωπικό, συντήρηση και λειτουργικά έξοδα.
Αυτός είναι και ο λόγος που τα προϊόντα στον εσωτερικό χώρο – από καφέ μέχρι παγωτά – πωλούνται σε πολύ υψηλές τιμές.
Οι καταναλωτές το αντιλαμβάνονται, αλλά συχνά δεν γνωρίζουν ότι το πρατήριο δεν πλουτίζει από το καύσιμο.
Όσο για τις εξωφρενικές τιμές καυσίμων στους σταθμούς της Autobahn, η αιτία είναι διαφορετική – και εκπλήσσει.
Εκεί, το κόστος δεν καθορίζεται από το πρατήριο, αλλά από συμβόλαια παραχώρησης και λειτουργικά τέλη που επιβάλλονται από το κράτος και τις εταιρείες αυτοκινητοδρόμων.