Στο Charité του Βερολίνου, ένα από τα μεγαλύτερα πανεπιστημιακά νοσοκομεία της Ευρώπης, καταγράφηκε ξέσπασμα του επικίνδυνου μύκητα Candidozyma auris.
Όπως αποκάλυψε το Tagesspiegel, πρόκειται για χαμηλό διψήφιο αριθμό ασθενών που έχουν μολυνθεί.
Για τους περισσότερους η μόλυνση δεν έχει εκδηλωθεί σε συμπτώματα, ωστόσο σε δύο περιπτώσεις οι ασθενείς νόσησαν, ενώ ένας ακόμη βρίσκεται υπό διερεύνηση.
Πώς ξεκίνησε ο εφιάλτης
Το πρώτο περιστατικό εντοπίστηκε τον Ιούνιο, όταν σε δείγμα ούρων ενός ασθενούς –που είχε προηγουμένως νοσηλευτεί στο εξωτερικό– ανιχνεύτηκε ο μύκητας. Έκτοτε σημειώθηκαν νέες μολύνσεις μέσα στο νοσοκομείο.
Το ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι ότι στους περισσότερους βρέθηκε «αποικισμός» χωρίς συμπτώματα, κάτι που διευκόλυνε τη σιωπηλή εξάπλωση.
Τι είναι ο Candidozyma auris
Ο συγκεκριμένος μύκητας ανήκει στους εισβολικούς ζυμομύκητες, σε αντίθεση με τους συνήθεις μύκητες του δέρματος.
Μπορεί να διεισδύσει στο αίμα και να προκαλέσει μυκητιασική σήψη, μια λοίμωξη που συχνά καταλήγει θανατηφόρα.
Η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (WHO) τον έχει εντάξει στην υψηλότερη κατηγορία κινδύνου, μαζί με τους Candida albicans, Aspergillus fumigatus και Cryptococcus neoformans.
Γιατί είναι τόσο επικίνδυνος
Ο μύκητας παρουσιάζει ήδη ισχυρές αντοχές σε συχνά χρησιμοποιούμενα αντιμυκητιασικά, όπως η φλουκοναζόλη.
Η θεραπεία περιορίζεται κυρίως σε σκευάσματα της ομάδας Echinocandine, τα οποία θεωρούνται πιο αποτελεσματικά, αλλά η θεραπευτική πορεία παραμένει δύσκολη.
Το Charité αντέδρασε άμεσα με αυστηρά μέτρα: απομόνωση όλων των ασθενών που βρέθηκαν θετικοί και εφαρμογή ενισχυμένων πρωτοκόλλων υγιεινής.
Η απομόνωση μπορεί να διαρκέσει έως και πέντε εβδομάδες, πολύ περισσότερο σε σχέση με άλλους νοσοκομειακούς παθογόνους παράγοντες.
Η εικόνα στην Ευρώπη και στη Γερμανία
Από την πρώτη καταγραφή του το 2009 στην Ιαπωνία, ο μύκητας εξαπλώνεται διεθνώς. Στην ΕΕ πλήττει κυρίως την Ισπανία, την Ελλάδα και την Ιταλία, ενώ αυξάνονται τα περιστατικά και στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Στη Γερμανία οι υγειονομικές αρχές κατέγραψαν 77 κρούσματα το 2023, 80 το 2024, ενώ μόνο φέτος (μέχρι το φθινόπωρο) έχουν καταγραφεί ήδη 65 περιστατικά, με την τάση να είναι αυξητική.
Οι γιατροί υπογραμμίζουν ότι ο κίνδυνος είναι ιδιαίτερα υψηλός για ασθενείς με καταστολή του ανοσοποιητικού, όπως όσοι φέρουν καθετήρες, αναπνευστικούς σωλήνες ή προθέσεις. Για υγιή άτομα ο κίνδυνος μόλυνσης θεωρείται ελάχιστος.