Η εικόνα της ιδιωτικής οικονομικής σταθερότητας στη Γερμανία αλλάζει με ανησυχητικό ρυθμό. Για πρώτη φορά μετά το 2018, ο αριθμός των υπερχρεωμένων πολιτών αυξάνεται ξανά, σηματοδοτώντας την επιστροφή ενός κοινωνικού προβλήματος που είχε αρχίσει να υποχωρεί.
Ο νέος «Schuldneratlas» της Creditreform καταγράφει μια ανοδική τάση που δεν περιορίζεται πια σε χαμηλά εισοδήματα ή παραδοσιακά ευάλωτες ομάδες.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης, 5,67 εκατομμύρια ενήλικοι στη Γερμανία θεωρούνται πλέον υπερχρεωμένοι, δηλαδή δεν μπορούν μακροπρόθεσμα να ανταποκριθούν στις οικονομικές τους υποχρεώσεις.
Αυτό μεταφράζεται σε 111.000 επιπλέον άτομα μέσα σε έναν χρόνο, ποσοστό αύξησης περίπου δύο τοις εκατό. Η τελευταία φορά που είχε σημειωθεί τόσο έντονη άνοδος ήταν το 2016.
Ο επικεφαλής της οικονομικής έρευνας της Creditreform, Patrik-Ludwig Hantzsch, αποδίδει αυτή την εξέλιξη στη συσσώρευση κρίσεων που έπληξαν την καθημερινότητα των νοικοκυριών: πανδημία, εκτίναξη ενεργειακών τιμών και παρατεταμένη περίοδος πληθωρισμού.
Τα αποταμιευτικά «μαξιλάρια» εξαντλήθηκαν, ενώ πολλοί καταναλωτές που μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν οικονομικά σταθεροί δυσκολεύονται πλέον να ισορροπήσουν τον οικογενειακό τους προϋπολογισμό.
Ιδιαίτερη αύξηση εμφανίζεται στους νέους κάτω των 30 ετών και στους πολίτες άνω των 60.
Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι οι δύο αυτές ηλικιακές ομάδες αντιμετωπίζουν διαφορετικές αλλά εξίσου πιεστικές προκλήσεις: οι νεότεροι συχνά επηρεάζονται από χαμηλούς μισθούς και ασταθή εργασία, ενώ οι μεγαλύτεροι από αυξανόμενα έξοδα διαβίωσης και ανεπαρκή συνταξιοδοτικά εισοδήματα.
Ωστόσο, η αύξηση των χρεών δεν περιορίζεται σε αυτούς. Ακόμη και άτομα με μεσαία ή υψηλότερα εισοδήματα καταγράφονται πλέον στο φάσμα της υπερχρέωσης, καθώς υπερεκτίμησαν την οικονομική τους αντοχή σε μια περίοδο διαδοχικών κρίσεων.
Σε επίπεδο γεωγραφικής κατανομής, η εικόνα παραμένει εξαιρετικά ανομοιόμορφη.
Τις υψηλότερες υπερχρεωμένες περιοχές καταγράφουν το Bremen και το Sachsen-Anhalt, με ποσοστά 12,11% και 10,73% αντίστοιχα.
Αντιθέτως, οι πιο οικονομικά υγιείς περιοχές είναι η Βαυαρία και η Baden-Württemberg, με χαμηλότερα επίπεδα υπερχρέωσης που κυμαίνονται από 6% έως περίπου 7%.
Ειδικότερα, οι περιοχές Eichstätt και Erlangen-Höchstadt στη Βαυαρία εμφανίζουν εντυπωσιακά χαμηλά ποσοστά που δεν ξεπερνούν το 4%.
Στον αντίποδα, πόλεις όπως Bremerhaven, Gelsenkirchen και Pirmasens εμφανίζουν ποσοστά υπερχρέωσης που υπερβαίνουν το 16%–18%, υποδηλώνοντας βαθύτερα διαρθρωτικά ζητήματα στην τοπική οικονομία και στη δυνατότητα των κατοίκων να διαχειριστούν την οικονομική πίεση.
Η Creditreform κάνει διάκριση μεταξύ «σκληρής» και «ήπιας» υπερχρέωσης.
Οι «σκληρές» περιπτώσεις αφορούν σοβαρά νομικά ζητήματα, όπως διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης, εντολές σύλληψης ή ενεργά μέτρα είσπραξης.
Από την άλλη, οι «ήπιες» περιπτώσεις αφορούν συνεχιζόμενες δυσκολίες πληρωμής, που συχνά προμηνύουν επιδείνωση στο μέλλον.
Και οι δύο μορφές, όμως, συνθέτουν μια επιβαρυμένη εικόνα που δείχνει ότι η οικονομική αβεβαιότητα δεν έχει ακόμη αποκλιμακωθεί.
Η ετήσια έκθεση βασίζεται σε εκτενή ανάλυση ανωνυμοποιημένων δεδομένων από επίσημα μητρώα, ηλεκτρονικούς εμπόρους και πρόσθετες οικονομικές πηγές.
Τα συμπεράσματα υπογραμμίζουν με σαφήνεια ότι οι κοινωνικές και οικονομικές πιέσεις εξακολουθούν να επηρεάζουν μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, παρά την επιστροφή της συνολικής οικονομίας σε πιο σταθερή τροχιά.

