Η Alice Weidel, πρόεδρος της AfD, ξεκίνησε μαζική νομική εκστρατεία κατά χρηστών του διαδικτύου που την προσέβαλαν, με εκατοντάδες καταγγελίες για εξύβριση.
Όπως αποκαλύπτει δημοσίευμα του t-online, η Weidel αξιοποιεί συστηματικά την επίμαχο «παράγραφο 188» του Ποινικού Κώδικα, ο οποίος αφορά την εξύβριση πολιτικών.
Ο νόμος αυτός δίνει στους πολιτικούς τη δυνατότητα να κινηθούν νομικά για προσωπικές προσβολές που σχετίζονται με την ιδιότητά τους.
Η ίδια η Weidel είχε καταγγείλει σε τηλεοπτικές της εμφανίσεις ότι οι Γερμανοί πολίτες «φιμώνονται» από τέτοια νομικά εργαλεία, συγκρίνοντάς τα με την «Stasi» που επιδιώκει να καταπνίξει κάθε αντίθετη φωνή.
Ωστόσο, όταν η ίδια δέχεται ύβρεις, δεν διστάζει να καταφύγει στα ίδια μέσα, προκαλώντας την κριτική ακόμα και των ίδιων των υποστηρικτών της.
Η αφορμή για την πληθώρα αγωγών ήταν ο χαρακτηρισμός «Nazischlampe» (ναζί-πόρνη) που έγινε viral από σατιρική εκπομπή του NDR το 2017.
Η Weidel είχε επιχειρήσει νομικά να το απαγορεύσει, αλλά το δικαστήριο του Αμβούργου έκρινε πως πρόκειται για επιτρεπτή σάτιρα.
Ωστόσο, χρήστες των social media συνέχισαν να χρησιμοποιούν τη φράση, με αποτέλεσμα η ίδια να απαντήσει με μαζικές μηνύσεις.
Δεκάδες πολίτες, σύμφωνα με το ρεπορτάζ, έχουν ήδη κληθεί να δώσουν εξηγήσεις ή να πληρώσουν πρόστιμα. Σε κάποιες περιπτώσεις, οι εισαγγελικές αρχές έκαναν έρευνες ακόμα και σε σπίτια.
Ο δικηγόρος Mario Kroschweski δηλώνει: «Έχω ένα ολόκληρο ντουλάπι γεμάτο υποθέσεις εξύβρισης από την AfD – οι περισσότερες αφορούν την Alice Weidel».
Η συνάδελφός του Marjola Wende εκπροσωπεί 20 πελάτες με συνολικά 200 υποθέσεις.
Σε πολλές περιπτώσεις, οι ίδιοι οι πολιτικοί δεν χρειάστηκε να αναλάβουν δράση, καθώς οι διαδικασίες ξεκίνησαν μέσω καταγγελιών από τρίτους – όπως το κρατικό portal «Hessen gegen Hetze».
Ο εκπρόσωπος της Weidel, Daniel Tapp, διευκρίνισε πως η ίδια δεν παρακολουθεί προσωπικά τα social media, αλλά οι υποθέσεις παραπέμπονται από συνεργάτες.
Η ειρωνεία είναι πως η AfD έχει καταγγείλει στο παρελθόν τον συγκεκριμένο νόμο ως «εργαλείο φίμωσης των πολιτών».
Ωστόσο, όπως είπε ο Tapp, «θα ήταν ανόητο να μην τον χρησιμοποιούμε μέχρι να καταργηθεί».
Οι επικριτές βλέπουν σ’ αυτήν την τακτική μια συνειδητή προσπάθεια να εμφανιστεί το κόμμα ως «θύμα πολιτικής καταστολής» και ταυτόχρονα να τιμωρεί όσους τολμούν να το επικρίνουν.
Ο διάλογος συνεχίζεται, ενώ οι υποθέσεις που αφορούν ύβρεις κατά πολιτικών αναμένεται να πολλαπλασιαστούν, ιδίως όσο τα social media παραμένουν ένα πεδίο μάχης μεταξύ πολιτών και πολιτικών.